Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Μπα; Γιατί;

-Μάνα, πάλι στον τσιμεντόλιθο καρφωμένη είναι...και το τασάκι δίπλα της, δες...
-Την είδα...όλο το απόγευμα εκεί είναι.
- Σαν να βλέπω τα γρανάζια να γυρίζουν στο κεφάλι της πάλι...
-Άστην... ήταν δύσκολη μέρα. Μη ρωτάς.
-Φεύγει πάλι...ε;
-Γιατί πότε ήταν εδώ; Μια ζωή αερικό ήταν... άστην σου λεω...

Εκεί στον τσιμεντόλιθο στην αυλή της γιαγιάς Ευανθίας καρφωνόμουν πάντα κάνοντας πως δεν ακούω τη μάνα μου να τη ρωτάει... Πάντα εκεί με το τασάκι κατάμαυρο, καπνισμένο... Έσκαγε η μάνα μου που το 'βλεπε γιατί δεν ήθελε να καπνίζω, έτρεμε η γιαγιά μην τυχόν και το πλύνει κανένας αυτό το τασάκι. Κάθε φορά που σηκωνόμουν από το "στασίδι" μου έτρεχε να το μαζέψει και να το παραχώσει στο συρτάρι της κουζίνας της μην τυχόν και το βρει κανένας άσχετος και κάνει τη ζημιά... Αυτή την πρόληψη εγώ κι εκείνη μόνο την είχαμε να μας ταλανίζει... Τρέμαμε για το τασάκι... 

Προχθές η μάνα είπε να τα βάλει με τις προλήψεις μας. Έπλυνε το τασάκι του πατέρα ένα βράδυ πριν φύγουμε για το νοσοκομείο. "Κόρη μου, θα πας εσύ μαζί, ε; Εγώ δεν αντέχω την αναμονή..." Κι έπρεπε εγώ να την αντέξω. Μα κι εκείνος με μένα μαζί του αλλιώς ήταν θαρρείς. Πιο ανάλαφρος. Όσες φορές χρειάστηκε να τον συνοδέψω κλαίγαμε από τα γέλια για να μη μας πάρουν τα κλάμματα. Τούτη τη φορά όμως, η μάνα έπλυνε το τασάκι του. Τα γόνατά μου ήταν λυμένα κι ας έκανα τον Καραγκιόζη για να μην καταλάβει την αγωνία μου. "Ναι, θα πάω εγώ." της είπα. Και πήγα...  και όλα καλά...

Γύρισα αργά το απόγευμα από το νοσοκομείο. Δεν πήγα σπίτι. Κατά την προσφιλή μου συνήθεια πήγα στην αυλή της γιαγιάς. Πήρα το τασάκι από το συρτάρι και έκατσα στον τσιμεντόλιθο βλέποντας το κενό. Όλα καλά. Κι ας πλύθηκε το τασάκι. Όλα καλά για σένα, για κείνη, για μένα. Για μένα... Πάντα έλεγες "μη μου αλλάξεις τη φυσική ροή των πραγμάτων, παιδί μου, και κάνε ότι θέλεις". Αυτή τη φυσική ροή όμως ποτέ δεν τη δέχτηκα. Οι ήρωες μένουν στην ιστορία. Εσύ όμως, εσύ είσαι ο δικός μου, κατάδικός μου ήρωας και σε θέλω ακόμα εδώ. Ξέρω πως με ήθελες και δεν με ήθελες μαζί σου. Σε όλο το δρόμο απέφευγες το βλέμμα μου και όταν φτάσαμε ήθελες όλα να τα διεκπεραιώσεις μόνος σου. Σαν να μην ήμουν εκεί. Ξέρω το βλέμμα σου. Ξέρω τι θες να πεις. Σε άφησα να μπεις στο γιατρό χωρίς να έρθω μαζί. Άλλη μια φορά σε νάρκωσαν κι εγώ δεν σου είχα πει το χρωστούμενο, το αυτονόητο. Και άλλη μια φορά τρέμανε τα πόδια μου εκεί απ' έξω. Και πάντα αναρωτιώμουν γιατί σ' αυτές τις αναμονές να περιμένω πάντα εγώ; Γιατί εγώ να σε βλέπω τις στιγμές της μεγάλης σου αδυναμίας; Όμως πάντα έβλεπα όπως κι εσύ το ποτήρι μισογεμάτο κι έλεγα μέσα μου "Θα βγει και θα του το πεις". Και βγήκες πάλι αλλά δεν το είπα. Μα θυμάσαι τι μου έγραψες κάποτε; "Δεν χρειάζονται λόγια μεταξύ μας... Ξέρουμε με μια ματιά." Άρα ξέρεις... Εγωίστρια σαν κι εσένα. Τίποτα δεν είπα. Όλοι λένε πως μοιάζουμε σ' αυτό. Επιτέλους μοιάζω κάπου... Κάπου η αίσθηση του ανήκειν ικανοποιείται... Αν δεν έβγαινες θα διαλυόμουν. Καμιά ψυχραιμία. Καμιά αντοχή. Είσαι ο ήρωάς μου αλλά την γαμημένη τη φυσική ροή  που τόσο φοβάσαι μη σου χαλάσει εγώ την έχω γραμμένη... Η γιαγιά λέει για το καντήλι του καθενός... Και πάντα φοβάμαι ένα πράγμα, μη χρειαστεί να το πω εγώ...και όλο εγώ είμαι εκεί...και όλο εγώ φοβάμαι. Αυτή τη φορά κράσαρα πια... Έτσι κατέληξα στον τσιμεντόλιθο μόλις βεβαιώθηκα ότι όλα ήταν καλά.

Το τασάκι γέμισε... Σηκώθηκα το άδειασα και ξανακάθισα και το ξαναγέμισα και το ξανάδειασα. Και τότε τις είδα εκεί να κάθονται και να με κοιτάνε. Το πήρα στα χέρια μου και το σήκωσα ψηλά έτοιμη να του δώσω μια και...
- Μήηηηη...., ούρλιαξαν και οι δυο χάνοντας το χρώμα από τα πρόσωπά τους. Γύρισα και τις κοίταξα... άφησα το τασάκι πάνω στον τσιμεντόλιθο και πήγα κοντά τους..."Μπα; Γιατί;"
- Γιατί τη φυσική ροή των πραγματων δεν θα του την αλλάξεις!!! Γι' αυτό!!! Γιατί, αερικό μπορεί να είσαι, αλλά να φύγεις έτσι δεν σ' αφήνω εγώ! Τ' ακούς; Γύρισε την πλάτη της, βρόντηξε την αυλόπορτα κι έφυγε. 
Η γιαγιά Ευανθία με κοίταζε θυμωμένη "Αυτό δεν θα το ξανακάνεις ποτέ!! Κατάλαβες; Ποτέ!"

Λέλα...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Στον ντελβέ...(αχ βρε γιαγιά...μέρος 2ο)

 Σχεδόν μόλις είχε ξημερώσει. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου όλη νύχτα και μόλις χάραξε η μέρα, σηκώθηκα σαν να μη με κρατούσε τίποτα ξαπλωμένη. Δεν μου έφταιγε η ζέστη, δεν μου περίσσευε ο ύπνος...Αλλά με έτρωγαν οι σκέψεις... Εδώ και μια βδομάδα αρνούμαι πεισματικά να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι μου. Έρχομαι και κοιμάμαι στη γιαγιά... Άνοιξα μια χαραμάδα στην πόρτα του δωματίου της να δω αν κοιμάται... Ουουου...τον ύπνο του δικαίου... Μπήκα στο κουζινάκι κι έβγαλα από το ντουλάπι ένα πακετάκι καφέ που είχα αφήσει αποβραδίς εκεί. Άναψα το καμινέτο κι έβαλα το μπρίκι με τον καφέ να βράσει. Σαν κι εκείνη τον φτιάχνω βαρύ γλυκό...Κι εγώ κι αυτή το μέτριο δεν το σηκώνουμε ούτε στον καφέ μας...Εκείνη μ' έμαθε άλλωστε να φτιάχνω καφέ. Από μικρή θυμάμαι και τον μακαρίτη τον παππού μου  που έλεγε "Πάλι τον καφέ σου μ' έφτιαξες; Μέτριο δεν κάνει να φτιάξεις μια φορά για;". "Μέτριο; Είναι καφές ο μέτριος; Τι του μένει, γιαβρί μου; Το άρωμα για η νοστιμάδα; Ο καφές πρέπει να είναι βαρύς γλυκός. Βαρύς σαν τους καημούς του ανθρώπου και γλυκός σαν τη κουβέντα που τον κάνει παρέα." Και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να της φέρει αντίρρηση. Έτσι κι εγώ, από μικρή κρεμασμένη δίπλα στην ποδιά της, δυο πράγματα έμαθα να φτιάχνω...βαρύ γλυκό καφέ και χουνκιάρ μπεγιεντί...
Πήρα το φλιτζάνι μου και κάθισα στον τσιμεντόλιθο έξω από την πόρτα. Ξέρω πως σαν σηκωθεί και δει τον καφέ μου να είναι ακουμπισμένος στο πλακάκι καταγής θα αρχίσει το ψαλτήρι- για το δισκάκι που δεν έβαλα από κάτω μη μου χυθεί και σφουγγαρίζουμε- αλλά δεν πειράζει...Με ξέρει και την ξέρω κι εγώ...εγώ πάντα θα ακουμπώ την κούπα στο πλακάκι κι αυτή πάντα θα με ψέλνει...
Πέρασε καμιά ώρα όταν άκουσα το τακ τακ τακ του μπαστουνιού της. Πήγε πρώτα να δει αν κοιμάμαι και μετά ξανά τακ τακ τακ ήρθε να με βρει.
- Καλημέρα, γιαγιά.
- Καλημέρα, κορούλα μου... Τι κάνεις, γιαβρί μου; Καφεδάκι βλέπω... τούρκικο για;
- Ναι, κι είναι αυτός που σ' αρέσει. Η Δοξούλα τον έστειλε από την Κομοτηνή. Χθες μου τον έφερε η μάνα της και είπα να τον πιω με σένανε. Να σε κάνω έναν;
- Να με κάνεις... κι άμα με κάνεις και παρέα ακόμα καλύτερα.
- Θα σε κάνω και παρέα..., της είπα και της έριξα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο καθώς σηκωνόμουν για να μπω στην κουζίνα.
- Μπα; Δουλειά δεν έχουμε σήμερα;
- Σάββατο, ρε γιαγιά... της είπα με υφάκι εξυπνάκια κι εκείνη ξερόβηξε για να μαζευτώ..."αυτό το ρε πότε θα το κόψεις; Ρε ο ένας, ρε ο άλλος, ρε κι η μάνα σου,  ρε όλοι...Κορίτσι είσαι συ;" 

Αχ, καημένη μου γιαγιά, και να ΄ξερες...τι άλλο λέει αυτό το στόμα...

Έκατσε έξω από την πόρτα σε μια πλαστική πολυθρόνα ακουμπισμένη στον τοίχο και νομίζοντας πως δεν ακούω μονολογούσε
"...Αχ, γιαβρί μου...μέχρι να φτάσω στο ντελβέ θα σ' έχω εξομολογήσει... για να θες εσύ τούρκικο και να κάτσεις παρέα μου...τρώγεσαι πάλι.."
Βγήκα με τον καφέ της στο αγαπημένο παμπάλαιο φλιτζάνι της κι ένα ποτήρι με νερό.
- Α, σε ευχαριστώ, μπακίρι μου... Για πες με, βρε, τι κάνει η Δοξούλα; Η μάνα της μεγάλη έγνοια την έχει εκεί που ξενιτεύτηκε..
- Σιγά, καλέ γιαγιά, στην Κομοτηνή είναι, όχι στην Αλάσκα... Άκου ξενιτεύτηκε...
- Και τι είναι η Κομοτηνή; Κοντά είναι για; Άφηκε κοτζάμ σπιταρόνα και τους δικούς της για να πάει στην άλλη άκρη της γης για τα μάτια ενός...άντε...
- Βρε γιαγιά...τι λες; Εσύ τα λες αυτά; Εσύ δεν λες η αγάπη όλα τα νικά; Έ, και της Δοξούλας η αγάπη όλα τα νικά...μια χαρά είναι...αλίμονο σε άλλους...
- Ναι...η αγάπη... θα σε έλεγα τώρα εγώ για την αγάπη  που την έχετε κάνει ένα πράμα σκέτο...Ξέρετε, βρε, εσείς από αγάπη; Ξέρετε;
- Δεν ξέρουμε; Εμένα το λες;
- Σουσουράδα, μη με κάνεις εμένα παγίδες, ακούς; Δεν μιλάω εγώ για σένα... Που μ' έφτιαξες καφέ και θες και παρέα...λέγε τι έχεις...
Μαζεύτηκα...τέτοια αμεσότητα δεν την περίμενα η αλήθεια είναι... Την κοίταξα κατάματα και της χαμογέλασα... Θα μου πεις το φλιτζάνι; τη ρώτησα..
- Α, εγώ από αυτά δεν ξέρω... Αυτά δεν είναι χριστιανικά, σολομωνική είναι...
- Καλά, θα μου το πεις; την ξαναρωτώ.
- Όχι! Και μην το ξαναπείς... Τι να το κάνεις, ματάκια μου, το φλιτζάνι; Εσύ ξέρεις τι να κάνεις πάντα..
Η γιαγιά Ευανθία έλεγε το φλιτζάνι παλιά μέχρι τη στιγμή που μας άφησε χρόνους ο παππούς ο Κωνσταντής, ο άντρας της. Δυο πράγματα ήταν σύμφυτα με τη γιαγιά . Η άρνηση να πει ξανά το φλιτζάνι και να μην πλένει το τασάκι του παππού. Η γιαγιά σταμάτησε να λέει το φλιτζάνι γιατί είδε λέει τον καβαλάρη και τον αρχάγγελο πάνω από το κρεβάτι του παππού κι ο παππούς μετά από δυο μέρες πέθανε στον ύπνο του. Απ' την άλλη το τασάκι δεν το έπλενε ποτέ και ούτε άφηνε άλλον να το αγγίξει. Ήταν μαύρο από τη στάχτη αλλά δεν το έπλενε. "Περιμένει τον Κωνσταντή." έλεγε. Πείτε το πρόληψη, πείτε το ότι θέλετε, αλλά το 'χε δέσει κόμπο ότι πέθανε ο πάππος μου ο Δημητρός, ο πατέρας της, όταν η προγιαγιά μου έπλυνε το τασάκι του, γιατί αυτός της έλεγε "Τι θες και το πλένεις, βρε γυναίκα, αφού πάλι θα το μαυρίσω. Σαν να με διώχνεις από δω κάνεις.". Κι εκείνο το τασάκι άπλυτο ήταν, μέχρι την ημέρα που η κυρά-Λένη αποφάσισε να το πλύνει και της ήρθαν τα μαντάτα..."Έπεσε ο Δημητρός στη σκάλα του Γιαννέλη." Ο πάππος Δημητρός έπαθε εγκεφαλικό. Μια κι έξω. Από τότε τασάκι δεν ξανάπλυνε η γιαγιά μου. Ούτε του γιου της, ούτε του άντρα της. Και το φλιτζάνι τέλος...
- Κόρη μου, το φλιτζάνι δεν θα σε πει τι να κάνεις. Όμως εγώ θα σου πω ένα πράμα και βάλτο καλά στο κεφάλι σου. Άλλος κάνει κουμάντο...σε όλα... κι όταν εσύ κάνεις πλάνα, αυτός γελάει. Λοιπόν, κάνε αυτό που έχεις να κάνεις και άσε κι Αυτόν να κάνει τη δουλειά του. Ξέρει Αυτός. Κι από την άλλη, παιδάκι μου, τι θες να ξέρεις τα μελλούμενα; Τι ενδιαφέρον θα είχε η ζωή αν τα ξέραμε όλα; Ζήσε με τον μπούσουλά της κι όλα καλά θα πάνε... όλα... 

Αν δεν τον θαυμάζεις, τι να το κάνεις...

- Γιαγιά, τον αγαπούσες τον παππού;
- Όχι. Δεν τον αγαπούσα καθόλου νομίζω, γι' αυτό και τον παίδευα τον χριστιανό. Την ψυχή του έβγαζα. Πάνω, κάτω, πέρα, δώθε. Δεν τον αγαπούσα.
-Τι λες, βρε γιαγιά; Και πως συμβιβάστηκες κοντά πενήντα χρόνια και βάλε;
- Ποια συμβιβάστηκε; Δεν σε είπα τέτοιο πράμα... Σου είπα δεν τον αγαπούσα, αλλά ήταν καλός άνθρωπος, ήταν γλυκός πατέρας, ήταν δυνατός, είχε πείσμα και τσαγανό και λεβεντιά, ήταν άνθρωπος με αξίες και χάρες, με σκέψη και με σύνεση, είχε φιλότιμο μα κι εγωισμό, περηφάνια, ήταν όμορφος, γαλαντώμος σε όλα του και ευπαρουσίαστος, ψηλός και λιγνός με το σκούρο μουστάκι του...
- Γιαγιά, τον θαύμαζες τον παππου!!! Τον έβλεπες ακόμα και ψηλό!!!
- Ναι, στα μάτια μου φάνταζε ψηλός σαν γίγαντας και το αγαπούσα που έκανε ό,τι μπορούσε για να τον θαυμάζω. Γιατί αν δεν τον θαυμάζεις τον άλλον, τι να το κάνεις, κόρη μου; Τα άλλα είναι όλα λίγα... (D.A.P., Γιαγιάδες, 2017)

Γιαγιάδες...

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ακούγονταν πολλές ιστορίες και πολλά παραμύθια...όχι, όχι, δεν είχαμε κάποιον να διαβάζει παραμύθια...που χρόνος; Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι συνηθισμένο...όλοι έτρεχαν παντού από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός...μικροί μεγάλοι...Και όταν ερχόταν η νύχτα έπεφταν όλοι ξεροί στα κρεβάτια τους με συνοπτικές διαδικασίες...Όμως αυτό το σπίτι είχε κάτι από γλυκό, κάτι από κανέλλα, κάτι από πασπάλισμα ζάχαρης που έκανε τη ζωή μας αλλιώτικη.. είχε πολλές γιαγιάδες...τις δικές μου γιαγιάδες, αλλά και όλες τις θείες της μαμάς μου που κι αυτές τις φώναζα "γιαγιά"... Άλλες σοφές, άλλες όχι τόσο, άλλες μέσα σ' όλα κι άλλες έξω απ' όλα... Το σίγουρο είναι πως η αγάπη τους για μας ήταν πάνω απ' όλα... Μεγάλωσα λοιπόν, σε ένα σπίτι που πιο πολύ άκουγες να φωνάζουμε "γιαγιά" παρά "μαμά"... Και όταν τα βρίσκαμε σκούρα με τη μαμά, τρέχαμε να κρυφτούμε πίσω από τα φουστάνια μιας γιαγιάς...όποιας βρισκόταν μπροστά μας...δεν είχε διαφορά αφού όλων η παρέμβαση ήταν ίδια "Άσε, καλέ, το μωρό..." ακόμα κι αν το μωρό είχε προκαλέσει πυρηνικό ολοκαύτωμα...Αργότερα, με τις γιαγιάδες μου λέγαμε διάφορα...κάποια τα μοιραζόμουν και με τη μαμά, αλλά πως να γίνει...σαν τη γιαγιά δεν έχει...

Για να επανέλθω λοιπόν εκεί από όπου ξεκίνησα, γιαγιάδες θα πει ιστορίες...από τα παλιά...από τα δικά τους παιδικά χρόνια...από τόπους που δεν γνωρίζαμε μα μάθαμε να αγαπάμε... Γιατί οι γιαγιάδες μου είχαν έρθει από μακριά... Μικρασιάτισσες όλες!!! Παντρεμένες όλες με Μικρασιάτες!!! Και η κόρη-ανηψιά τους παντρεμένη κι αυτή με Μικρασιάτη... και γενικά αν δεν ήταν κάποιος μικρασιάτης δεν τον πολυκαλοβλέπανε... Μόνο μια έρμη νύφη από την Τερψιθέα- ένα χωριό κάπου έξω από την Άμφισσα νομίζω- κάπως τρύπωσε και παντρεύτηκε τον μικρό θείο της μάνας μου...Αλλά όλοι οι υπόλοιποι είπαμε... Είχαμε λοιπόν ιστορίες... και από τις ιστορίες τους μαθαίναμε πολλά... Κι έτσι ακόμα και σήμερα, που όλες τους "βλέπουν τον κόσμο από ψηλά", συχνά πυκνά αναπολώ και συνάμα εικάζω τι θα μου λέγανε αν ήταν εδώ... Η γιαγιά Ευανθία, που θα γνωρίσετε, είναι ένα αμάλγαμα όλων των γιαγιάδων μου... Γι' αυτό και η μόνη συνέχεια στο χαρακτήρα της θα είναι η αγάπη για την εγγονή της...Θέλετε να είναι γιαγιά με την βιολογική σημασία του όρου, θέλετε γιαγιά-θεία...όπως θέλετε βάλτε τη στο μυαλό σας...Εγώ θα την λέω γιαγιά... Λίγο πραγματική, λίγο φανταστική, αλλά τι σημασία έχει; Η γλύκα των γιαγιάδων είναι κάτι που δεν αλλάζει...κι εγώ από τέτοια γλύκα ευτυχώς γεύτηκα μπόλικη...

Εύχομαι να περάσετε καλά μαζί μας...
Εις το επανειδείν...

Αχ, βρε γιαγιά...

     Πολλή ώρα με παρατηρούσε από την άκρη του καναπέ προσποιούμενη ότι πλέκει με το βελονάκι της που έμενε ακίνητο στα ζαρωμένα χέρια της.
- Έλα εδώ, γιαβρί μου. Τι κάθεσαι και κοιτάς έξω απο το παράθυρο; Ο τοίχος του απέναντι δεν γράφει τίποτα.
- Άσε με, γιαγιά...δεν έχω κέφια... Καθόμουν σκεφτική μπροστά στο παράθυρο και κοίταζα πράγματι τον άσπρο τοίχο του απέναντι. Πολλές σκέψεις, όπως συνήθως, να μου τρώνε το μυαλό.
- Εσύ; Δεν έχεις κέφια εσύ; Γιατί; Παράφαγες;
- Ναι...πες το κι έτσι...
Αν κάτι δεν είχε μάθει ήταν να παραιτείται από εμένα έτσι απλά... Άφησε στην άκρη το αδρανές βελονάκι και με κοίταξε με βλέμμα παράκλησης, σχεδόν για λύπηση- αλλά τα ξέρω εγώ τα τερτίπια της όταν θέλει να περάσει το δικό της.
- Έλα εδώ, βρε τζιέρι μου...έλα εδώ και δεν με βαστούν τα γόνατά μου να έρθω ίσαμε εκεί. Είναι και τα σκαλοπάτια εκεί δα... Έλα να σε κάνω μια αγκαλιά και να μου πεις τι έχεις.
    Τι ήταν να το πει; Γύρισα και την κοίταξα με βλέμμα ανταριασμένο. Η φωνή μου ανέβηκε ίσαμε 5 οκτάβες από τα νεύρα που είχα.. Ξέχασα ότι μιλούσα σε κείνη. Ξέχασα τα χρόνια, τις ρυτίδες της...
- Γιαγιά, παράτα τις αγκαλιές! Μέτρο δεν έχεις πια; Όλο αγκαλιές! Αγκαλιές όταν χαιρόμαστε, αγκαλιές όταν φοβόμαστε, αγκαλιές όταν λυπόμαστε, αγκαλιές όταν τσακωνόμαστε, αγκαλιές όταν κοιμόμαστε, αγκαλιές παντού βλέπεις! Αμάν! Όλο άσκοπες αγκαλιές.
Με κοίταξε με βλέμμα κατάπληκτο. Κάτι την ξάφνιασε και δεν κατάλαβα αν ήταν ο τόνος της φωνής μου ή τα λόγια μου. Με κάρφωσε με το βλέμμα της και μου έκανε νόημα- αλλά από εκείνα τα "δεν χωράει αντίρρηση, τσακίσου κι έλα εδώ"- να πάω δίπλα της. Πήγα κι έκατσα στον καναπέ τελικά, σταματώντας το παραλήρημα αναίδειας που με είχε πιάσει.
- Γιαβρί μου, εσύ το λες; Που χωράς στα δυο σου χέρια τον κόσμο ολάκερο; Έτσι σε έμαθα εγώ να λες;
- Γιαγιά, πρέπει να μάθεις κι εσύ το μέτρο. Να τη μετράς την αγκαλιά. Να μην την ξοδεύεις...
Το βλέμμα της μαλάκωσε. Δεν ήθελε και πολύ. Γλύκανε, αλλά ήξερα πως κάπου παρακάτω το φρύδι θα ανέβαινε στο Θεό αν δεν συμμορφωνόμουν. 
- Τι θες, βρε γιαγιά; Αμάν...πως με κοιτάς έτσι; Σαν να με σκανάρεις.
- Θέλω την εγγόνα μου όπως την ξέρω. Αυτό θέλω. Στην αρνήθηκαν την αγκαλιά; Γι' αυτό τούτη η αντάρα;
- Ε; Όχι. Κανείς δεν μου την αρνήθηκε.
- Α, τότε είναι πιο απλά τα πράγματα... Είσαι έτσι γιατί εσύ την αρνήθηκες ή γιατί δεν τη ζήτησες;
- Όχι ακριβώς. Απλά την κράτησα. Ήθελα να τη δώσω αλλά την κράτησα, την έβαλα στον πάγο, γιατί έτσι κάνουν οι μεγάλοι!!! Κι εγώ μεγαλώνω... πρέπει να μεγαλώσω!!!
- Μπα; Κι από πότε εγώ δεν είμαι αρκετά μεγάλη; Να μεγαλώσεις πρέπει, όχι να γίνεις παγοκολώνα!! Ποιος τα λέει αυτά; Οι άνθρωποι μεγαλώνουν με τις αγκαλιές...ουουου!!! Ίσαμε εκεί πάνω γίνονται και ομορφαίνουν. Ψυχή μου, μπακίρι μου, μαλάκωσες ξανά, δόξα να έχει το όνομά Του. Δώσε όση αγκαλιά θέλεις, πουλάκι μου. Όσες κι αν δώσεις δεν είναι σπατάλη. Αλλά κι αν πούμε πως θέλει μέτρο, εσύ ξέρεις να μετράς. Πάντα ήξερες. Δώσε ψυχή μου, αν αυτό σε κάνει εσένα χαρούμενη...και ξέρεις εσύ, πάντα ήξερες.
- Κι αν ο άλλος δεν θέλει; Με το στανιό;
- Αν δεν θέλει θα το πει. Μα δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θέλει, κι εγώ που είμαι κοντά 100 χρονών κάτι παραπάνω ξέρω. Μην τσιγκουνεύεσαι την αγκαλιά σου, κάνει θαύματα η αγκαλιά. Ξέρεις, γιαβρί μου, τον θείο της μαμάς σου τον Ασημάκη, πως τον γλίτωσε η μάνα μου από την υποθερμία; Τρία μερόνυχτα τον βάσταγε στην αγκαλιά της μέσα σε τρεις κουβέρτες...τις κουβέρτες άλλαζαν, αλλά από πάνω της το μωρό δεν τ' άφησε. Μα και την Αργυρούλα που αρρώστησε από τη στεναχώρια της όταν πήραν οι Τσέτηδες τον γιο της, η αγκαλιά του Δημητρού την έσωσε. Σαν να τον ακούω "Που θα πας, βρε Αργυρώ; Από δω που θα βρεις καλύτερα; Στα κρύα ποιος θα σε ζεστάνει;" Λέγε, λέγε η Αργυρούλα συνήλθε...και όταν ήρθε ο γιος της άνοιξε μια αγκαλιά ο Δημητρός και την έκανε κάστρο να μην τους ξαναπειράξει ποτέ τίποτα....Ξέρεις τι είναι η αγκαλιά; Βάλσαμο είναι, γιατρικό, δύναμη, το πιο μεγάλο δώρο, μάτια μου. Η αγκαλιά είναι, πως να το πω, είναι η συνέχεια της αγάπης. Κρατάς από τους ανθρώπους την αγάπη; Δεν κάνει!

- Μα σε ξαναρωτάω, κι αν δεν θέλει ο άλλος; Ιστορίες για αυτούς που δεν θέλουν έχεις να μου πεις;
- Έχω... Την θυμάσαι την Υπατία του Ανέστη, που  στα γεράματά της όλο στην αυλή της έπαιζες και της ξεπάστρευες την τριανταφυλλιά με τα μπον-μπον; Ήταν μια στρίγγλα και μισή, και δεν ήθελε ούτε ο Θεός να την αγκαλιάσει στα νιάτα της. Ο Ανέστης όμως όλο αγκαλιά την είχε με τον τρόπο του και σιγά-σιγά ήρθε και την έστρωσε και της έφυγε η ξινίλα, μέχρι που κι οι τσέπες της γεμάτες από γλυκάκια ήταν κι όλο κερνούσε κι όλο μασουλούσε. Και ο τρόπος είναι περίεργο πράμα. Ο Ανέστης την αγκάλιαζε με τα λόγια του, με τα έργα του και όποτε τον άφηνε, αραιά και που, η ξινή και με τα χέρια του. Κι αυτοί, λοιπόν, ακόμα θέλουν. Μην κρίνεις με τη δική σου την ψυχή, που θες την αγκαλιά μπροστά σου, χειροπιαστή. Κουσούρι είναι κι αυτό, να μην βλέπεις αν δεν ακουμπάς. Αυτό από που το έμαθες δεν ξεύρω... Όμως δεν είναι πως δεν θέλουν οι καψεροί. Είναι που φοβούνται, όπως φοβάσαι τώρα κι εσύ. Γιατί, φοβάσαι, έτσι δεν είναι, εγγονούλα μου; Άπλωσε το γερασμένο χέρι της κι έπιασε το πηγούνι μου και με έκανε να την κοιτάξω. Λίμνες τα μάτια μου. Έβγαλε το άσπρο της μαντήλι και μου το έδωσε. Πως τα κατάφερνε δεν ξέρω.
- Ναι. Πολύ. Μα δεν καταλαβαίνω...φοβούνται την αγκαλιά;
- Φοβούνται μην την πάρουν και την χάσουν, όπως κι εσύ φοβάσαι μην πάει χαμένη. Αλλά, για να σε πω... Υπομονή δεν σ' έμαθε κανείς εσένα; Αλλά που; Νιάτα! Βιάζεστε σε όλα σας... Η ζωή δεν είναι να τρέχεις μόνο, να την γλεντάς και λίγο. Τον παππού σου τον ξέχασες που έλεγε "αγάλι , αγάλι..";
- Πόση υπομονή; Κι αν πάει χαμένη;
- Τίποτα δεν πάει χαμένο. Αλλά ακόμα κι αυτό να γενεί, τι θα πει; Για ένα όχι θα κλείσεις την ψυχή σου; Για ένα όχι θα χάσεις το κέφι σου; Άπαπα,τι πάθαμε! Αυτό σε έμαθα; Βρε, άντε, πήγαινε και κάνε μια αγκαλιά και να δεις που όλα μέσα σου θα σιάξουν. Και να σε πω; Μην πας και την κάνεις μίζερη και παραπονεμένη! Όμορφη να την κάνεις, γελαστή, να παιδευτεί ο άλλος για να την αρνηθεί, και μένα να με γράψεις αν τα καταφέρει.
- Λες; Κι αν δεν σιάξουν;
- Ζωή, μπακίρι μου τη λένε. Έτσι είναι... μπορεί να σιάξουν μπορεί και όχι...

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Στην εξώπορτα…



Έφυγα. Έφυγα μακριά για να σώσω ότι μπορούσα. Εμένα; Εσένα; Εμένα μάλλον λίγο περισσότερο. Είδα πως είναι μακριά σου χωρίς να περιμένω να χτυπήσει μήνυμα ή τηλέφωνο. Ένας μήνας. Ένας μήνας και κάτι ψιλά ίσως χωρίς να σε ψάξω. Επιβίωσα, γαμώτο. Κι ήρθες ένα πρωί με ένα μήνυμα για να ανοίξεις ξανά το δίαυλο επικοινωνίας. Και τον άνοιξες. Όμως κοίτα, εγώ επιβίωσα και επιβίωσα απρόσμενα καλά. Η σπονδυλική μου στήλη στήθηκε ξανά όρθια. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Το είδες. Το ένιωσες. Μην ξεγελιέσαι. Και μετά με έψαξες ξανά και ξανά. Και βρεθήκαμε στην αρχή. Όχι εκεί που ήμασταν. Όχι. Όχι στην πρώτη μας αρχή. Όχι. Όλα καινούργια, όλα από την αρχή. Κοίτα να δεις πως αλλάζει ο άνθρωπος. Ναι. Αλλάζει τελικά. Το είδες. Το επικρότησες, χωρίς να φαντάζεσαι πως θα είναι από δω και πέρα. Μη φαντάζεσαι νίκες που δεν έχεις κατακτήσει μαζί μου. Μην υποθέτεις ότι βρέθηκα ξανά εκεί που ήμουν κάποτε μαζί σου. Τώρα, αν ήταν 1000 σκαλιά ανάμεσά μας για να βρεθούμε θα έπρεπε να ανεβείς εσύ 999 και εγώ ίσως να κατέβω 1. 


Δεν γύρισα εκεί που ήμουν. Εκείνο το εκεί το έπαιξες και το έχασες. Το σημερινό εδώ είναι με το ένα πόδι μέσα, το ένα έξω, ίσως και ενάμισι έξω. Δεν είναι η δεύτερη ευκαιρία που φαντάζεσαι. Είναι όλα από την αρχή. Και οι όροι όλοι δικοί σου, αλλά τους θέτω εγώ. Θα παίξουμε με τους δικούς σου όρους και θα το ξέρεις. Είναι αλλιώς αυτό που θεωρούσες δικό σου παιχνίδι να στο ορίζει ο άλλος ακόμα κι αν το κάνει με τους δικούς σου όρους. 


«Γιατί ήρθες σήμερα;» με ρώτησες την ώρα που ήσουν ξαπλωμένος στην ποδιά μου. «Σε ρώτησα αν ήθελες» σου είπα. Και ναι, ξέρω πως δεν απάντησα. Η σωστή απάντηση θα ήταν «Για να ρίξουμε ένα στα γρήγορα και να φύγω.» όμως δεν σου την έδωσα. Η πραγματική απάντηση ήταν «Για να δω τι έχει μείνει.» Λίγο αργότερα κρατώντας με εσύ αγκαλιά με ρώτησες «Θέλεις τρυφερότητες ή σεξ;». «Και τα δύο» σου είπα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Δεν είμαι καλός στις τρυφερότητες» μου λες. «Θα γίνεις.» σου λέω. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα γίνεις, αλλά ούτε και με ενδιαφέρει πια είναι η επόμενη αλήθεια. Δεν είμαι εγώ αυτή που θα σε αλλάξω. Αλλά για να κάνω σεξ μαζί σου πρέπει να μπορώ να «ξεφορτώσω» και λίγη τρυφερότητα. Λίγη. Διεκπεραιωτικά, για να πάρει μπρος η μηχανή. Σταμάτησα πια να αναλύω τον τρόπο που με ακουμπάς. Σταμάτησα πια να αναλύω τον δικό μου τρόπο. 


«Μην κολλάς» μου είπες μετά. Κάποτε ίσως κόλλησα. Όχι πια. Τώρα μένω εκτός. Μένω στη σφαίρα που μου επιτρέπει να σε διώχνω και ίσως κάποιες στιγμές να σε πουλάω. Είναι ο τρόπος σου. Είναι η προστασία μου από το επόμενο δικό σου ξεπούλημα. Δεν κολλάω πια, γιατί δεν θέλω. Αλλά μη μου το πετάς στα μούτρα όταν σ’ αγκαλιάζω. Δεν κολλάω, αλλά αν θες πραγματικά να βρούμε ένα τρόπο να περνάμε καλά, πρέπει  να με αφήσεις να πλησιάσω. Δεν θα πλησιάσω όπως παλιά. Μη βαυκαλίζεσαι ότι θα με έχεις ξανά όπως τότε. Τώρα μέτρα τις ώρες που θα περνάμε μαζί. Τώρα σειρά σου να αναλύεις τις αντιδράσεις μου. Τώρα μέσα από μένα θα δεις εσένα. Και θα εκπλαγείς. Γιατί θα δεις εσένα στην καλύτερή σου έκδοση. Μακάρι κάποτε να μπορέσεις να την υποστηρίξεις.


«Για να δω τι έχει μείνει.» Τι έχει μείνει. Τίποτα από αυτά που ξέραμε. Δεν έχει μείνει απολύτως τίποτα. Το σπίτι σου είναι απλά ένα σπίτι οικείο. Δεν είναι πια η χαρούμενη γωνιά μου. Αυτή είναι πια μέσα μου. Το τέσταρα φεύγοντας.  Στο σπίτι σου, λοιπόν, είσαι εσύ. Το μόνο πλέον οικείο πάνω σου είναι η όψη σου. Με το αλλαγμένο μου εγώ κι εσύ φαίνεσαι αλλιώτικος. Με εκπλήσσεις. Στο είπα και είπες ότι το ίδιο κι εγώ. Και μέσα από τις εκπλήξεις αρχίζω να με βλέπω αλλιώς. Να μας βλέπω αλλιώς. Δεν είμαι πια ουρά σου. Στέκομαι δίπλα σου ισότιμα. Τις πέρασα τις εξετάσεις και δεν σε χρειάζομαι για να επιβεβαιωθώ πια. Το «κόλλημα» που είχα φάει με σένα το ξεπέρασα. Τώρα πια είμαι ακριβώς στο σημείο που θέλω να βρίσκομαι μαζί σου κι όπως πάει. Είμαι στο σημείο αυτό που έπρεπε πάντα να βρίσκομαι, αλλά ίσως ήρθε η ώρα πια. Είναι το πιο ωραίο σημείο του σπιτιού σου. Ακριβώς στο κούφωμα της εξώπορτας με την επιλογή μέσα ή έξω όλη δική μου…


Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Αποσιωπητικά…




Αυτές οι τρεις τελείες που τόσο πια συχνά χρησιμοποιούμε όταν γράφουμε… αποσιωπητικά.
Τρεις τελείες που αποσιωπούν, σταματούν το λόγο, τη σκέψη με τρόπο άδοξο. Όχι σαν την τελεία που δηλώνει το τέλος με παρρησία και στεντόρια φωνή. ΤΕΛΟΣ.
Τα αποσιωπητικά είναι η ένδειξη της ανάγκης να καταλάβεις τις πιο μύχιες σκέψεις μου χωρίς να χρειάζεται να τις εκστομίσω. Τα αποσιωπητικά σου λένε ότι θύμωσα με κάτι που είπες αλλά τον θυμό μου δεν θα στον δείξω. Τα αποσιωπητικά σου φωνάζουν αυτά που αν στα έλεγα ίσως σε θύμωναν και γι’ αυτό καλύτερα ή χειρότερα να μην τα πω, αλλά θα ήθελα να τα μαντέψεις.
Τα αποσιωπητικά είναι οι βασιλιάδες της παρεξήγησης. Τρεις τελείες που αφήνουν στον αναγνώστη ή στο συνομιλητή την ευχέρεια να υποθέσει, να εικάσει. Γράφεις «Κι εγώ σ’ αγαπώ…» και ο άλλος υποθέτει όλα τα «ναι μεν, αλλά» του κόσμου, υποθέτει την προέκταση ή τον περιορισμό του εκφρασμένου συναισθήματος, σαν να μαδάει τη μαργαρίτα ένα πράμα… Ενώ για δες «Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Στεγνά, αδιαπραγμάτευτα. Χωρίς υπονοούμενα και κρυφές σκέψεις. Καθαρά. Με μια τελεία. Χωρίς αλλά, χωρίς προοπτική ή αναδρομή.
Τα αποσιωπητικά είναι η έκφραση της μη έκφρασης, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο. Βάζεις αποσιωπητικά για να μη μιλήσεις. Φιμώνουν με τον τρόπο τους. Είναι η αποτύπωση των μη λεχθέντων, ό,τι κι αν είναι αυτά. Είναι το ανάλαφρο πέρασμα του άλλου στην αμφιβολία για την ίδια του τη νοημοσύνη και η δυνατότητα της διάψευσης.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ…»
«Είπες πως μ’ αγαπάς κι εσύ!»
«Όχι. Είπα ότι κι εγώ σ’ αγαπώ… παρά τα όσα μου έκανες»
«Όχι. Είπα ότι κι εγώ σ’ αγαπώ…αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω ό, τι έγινε.»
«Όχι. Είπα ότι κι εγώ σ’ αγαπώ, αλλά όχι όπως το εννοείς εσύ.»
Τα αποσιωπητικά είναι η ευελιξία. Είναι η ερμηνεία που δίνει ο καθένας σε όποιο κείμενο κι αν τα συναντήσει. Είναι το πεδίο της αμφιβολίας και το χωράφι που καλλιεργείται η ανασφάλεια για τις αποφάσεις μας. Είναι άλλο το «Φεύγω.» και άλλο το «Φεύγω…». Τα αποσιωπητικά είναι οι αναμονές μας για την αντίδραση του άλλου. Η τελεία θέλει θάρρος, αποφασιστικότητα και απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης όταν την τοποθετείς στο λόγο σου. Τα αποσιωπητικά δεν βάζουν τέλος ποτέ. Τα αποσιωπητικά αφήνουν παράθυρα ανοιχτά για διαπραγμάτευση.
Είναι τα διαλογικά σημεία στίξης που σημειώνουν την παραπομπή στα συνομιλιακά υπονοήματα. Είναι αυτά που κάνουν τη ζωή μας δύσκολη…