Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Αυτά που δεν γίνανε...

- Κόρη μου, πάλι εκεί την έβγαλες όλη νύχτα;
- Όχι, γιαγιά, κοιμήθηκα. Δεν είδες το κρεβάτι άνω κάτω;
- Το είδα. Μα είδα και το μαξιλάρι σιδερωμένο όπως το έβαλα. Εμένα δεν με γελάς, γιαβράκι μου.
- Δεν σε γελάω, ρε γιαγιά. Μα δεν θέλω να σκας. Γίνανε τόσα αυτές τις μέρες. Τα ξέρεις. Τι θες να σου πω;
- Αυτα που γίνανε τα ξέρω. Εγώ θέλω να μου πεις γι' αυτά που σε κρατάνε πάνω εδώ στον τσιμεντόλιθο όμως...
- Τι εννοείς;
- Γιαβρί μου, ξέρεις κάτι; Τον άνθρωπο πιο πολύ τον τρώνε αυτά που δεν γίνανε...αυτά να με πεις.
Η γιαγιά Ευανθία είχε πάντα τον τρόπο να με διαβάζει. Ο τσιμεντόλιθος στην αυλή της αν είχε στόμα θα έλεγε όλες μου τις σκέψεις, τις έγνοιες, τις χαρές, τις στενοχώριες. Βράδια ολόκληρα περνούσα εκεί κατά καιρούς. Η γιαγιά είχε ένα χάρισμα. Ήξερε να σωπαίνει. Έδινε χρόνο στα πράγματα για να γίνουν και στην ψυχή μου για να ... σκάσει και να αναγκαστώ να αρχίσω να μιλάω. Ανησυχούσε που δεν κοιμόμουν πολύ, αλλά είχε πάρει απόφαση πια ότι έτσι είναι η εγγόνα της κι αυτό δεν θα άλλαζε.


Η κυρα- Ευανθία πήρε την πλαστική πολυθρόνα της και την ακούμπησε στον τοίχο. Έστρωσε το φουστάνι της κι έκατσε. 
- Γιαγιά; γύρισα και την κοίταξα.
- Έλα, κοκόνα μου. Πες μου.
- Γιαγιά, είναι άδικο. Είναι άδικο να τρέχεις για όλους και όταν θες να τρέξουν για σένα να μην το κάνει κανείς.
- Ναι. Θες λίγο να καβγαδίσουμε; 
- Ορίστε;
- Αυτό που θα σου πω δεν θα σ' αρέσει, γι' αυτό σε ρωτάω θες ένα καβγαδάκι;
- Αφού εμείς δεν καβγαδίζουμε ποτέ. 
- Καλά... Θα δούμε. Αυτό που μόλις τώρα είπες το ξέρεις ότι είναι άδικο, έτσι;
- Γιατί; Σε ποιανού τα ζόρια δεν έτρεξα και στα δικά μου όλοι κάνανε πίσω;
- Γιαβρί μου, αυτό το όλοι αδικεί πολύ κόσμο. Ξέρουμε κι οι δυο ότι έχεις ανθρώπους που δεν θα σου στερήσουν την αγάπη τους αρκεί να τη ζητήσεις.
- Να τη ζητήσω; Δηλαδή να παρακαλέσω; Γιαγιά, σάλεψες.
- Τα είδες που θα τσακωθούμε; Ναι, να τη ζητήσεις. Να πας και να το πεις "σε χρειάζομαι.".
- Γιαγιά! Εγώ είμαι λύκαινα. Δεν ζητάω. Κι αυτοί που λες δεν με βλέπουν; Δεν καταλαβαίνουν;
- Κόρη μου, καμιά φορά πρέπει αυτό που θες να το λες. Δεν είναι που δεν θέλουν, αλλά δες πως είναι όλοι. Τόσες έγνοιες, τόσα άγχη. Εσύ, κόρη μου, πάντα στις ζωές των άλλων έμπαινες σαν αεράκι. Έτσι τους έμαθες. Το βάρος σου δεν το νιώθουν αν δεν το πεις. 
- Γιαγιά, εγώ τρέχω σε όλους κι αυτοί...
- Άντε πάλι με τους όλους!! Σε μένα μιλάς!
- Γιαγιά, δεν ζητάω τίποτα!
- Δηλαδή όλα! Τι εγγόνα έχω εγώ!! Ξέρω τι ζητάς, μα άκουσέ με. Ο παππούς σου ο Κωσταντής ξέρεις πως ήταν; Ήταν σαν αερικό. Όταν τον γνώρισα περίμενα ότι πάντα θα χωνώμουν μέσα στην αγκαλιά του και δεν θα έβγαινα ποτέ από κει. Ο παππούς σου όμως ήταν άλλο πράγμα. Με έμαθε με τον τρόπο του ότι για να νιώθω αγκαλιασμένη δεν χρειάζομαι δυο χέρια μόνιμα τυλιγμένα γύρω μου. Ήταν εκεί με τις κουβέντες του, με τις σιωπές του, με άφηνε να παίρνω το δρόμο μου στη ζωή χωρίς να τον σέρνω μαζί μου. 
- Γιαγιά, πενήντα τόσα χρόνια παντρεμένοι και δεν τον έσερνες μαζί σου; Τι λες;
- Αυτό ακριβώς λέω. Πενήντα έξι χρόνια παντρεμένοι και ο ένας στον άλλο βάρος δεν γινήκαμε. Ο παππούς σου χάδια κι αγκαλιές δεν ήξερε. Ήξερε όμως να με κοιτά στα μάτια, ήξερε να μιλεί στην ψυχή μου και να ελευθερώνει τα βάρη μου. Κόρη μου, μια φορά κλάφτηκα στον παππού σου ότι μια αγκαλιά δεν με κάνει και ήρθε και μ' έσφιξε. "Πονάς;" με είπε. "Όχι." του είπα. Μετά από λίγο έπρεπε να σηκωθώ να σβήσω το φαΐ. "Που πας;" μου λέει. "Να σβήσω το φαΐ." "Α, δεν γίνεται. Τώρα σε κρατάω αγκαλιά. Δεν θα φυγεις ποτέ από δω. Έτσι δεν θες, κοκόνα μου; Να σε έχω εδώ δεμένη;" Κατάλαβα τι μου έλεγε ο Κωνσταντής. Κατάλαβα ότι την αγκαλιά πρέπει να μάθεις να την αισθάνεσαι χωρίς να είναι πάντα ο άλλος δίπλα σου στον καναπέ. Να την αισθάνεσαι στα λόγια του, στις άλλες πράξεις του, να μάθεις να βλέπεις την αγκαλιά παντού. Να τον θες αερικό τον άντρα. Να είναι ανεξάρτητος για να μπορεί να κάνει αυτά που πρέπει και για να μπορείς κι εσύ, λύκαινά μου, να αναπνέεις (ήμαρτον, Παναγία μου, εσύ λύκαινα;).
- Μα εγώ όμως δεν ....
- Εσύ δεν; Κι από πότε έβαλε η δική μου εγγόνα στο ζύγι τι δίνει και τι παίρνει; Αυτό σ' έμαθα εγώ; Κόρη μου, σταμάτα να βασανίζεσαι γιατί εμένα τα γέρικά μου μάτια, ματιές σκόρπιες δεν έδωσαν και τη σκόρπια τη ματιά την βλέπω. Τα γέρικά μου χέρια δεν σκόρπισαν χάδια κι αγκαλιές, μα ναι, χάρισα κάμποσες και αυτό μετράει. Και τώρα ξέρεις τι βλέπω; Βλέπω σταθερές ματιές κι αγκαλιές αερικού. Κάθε άνθρωπος, γιαβρί μου έχει τον τρόπο του και πρέπει να μάθεις να βλέπεις. Στο ξανάπα. Θυμάσαι; Βάλε τη λύκαινα για ύπνο και δες πως σε σκεπάζει η αγκαλιά του άλλου. Κι αν εσύ κουσούρι μόνιμο έχεις να θες να βλέπεις μόνο τα απτά οι άλλοι δεν σου φταίνε. Κατάλαβες, γιαβρί μου; Αυτά που δεν γίνανε να σε τρώνε ίσως, αυτά που δεν γίνανε όπως τα θες όμως να μπορείς να τα βλέπεις και να τα εκτιμάς, γιατί γίνανε και στο τέλος ήταν αυτά που θα ήθελες. Έτσι δεν είναι; 
- Αμάν, ρε γιαγιά... έτσι είναι. Αμάν.